δεκαστής

δεκαστής
ο
θηλ. -ρια αυτός που δεκάζει, δωροδοκεί, εξαγοράζει συνειδήσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεκαστής — ο (θηλ. δεκάστρια) (Μ δεκαστής) [δεκάζω] αυτός που δωροδοκεί δικαστή, μάρτυρα ή υπάλληλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”